- θυμό
- öfke, hiddet, kızgınlık
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ … Dictionary of Greek
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek
θυμοκράτωρ — θυμοκράτωρ, ὁ (Μ) αυτός που κυριαρχεί πάνω στον θυμό του, αυτός που συγκρατεί τον θυμό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + κράτωρ (< κράτος), πρβλ. αυτο κράτωρ, κλειδο κράτωρ] … Dictionary of Greek
λεμφοκύτταρα — Είδος λευκών αιμοσφαιρίων στα σπονδυλωτά ζώα (και στον άνθρωπο). Αποτελούν το 25 33% των λευκών αιμοσφαιρίων στο αίμα των ενηλίκων. Η λειτουργία τους είναι η ανοσία και η καταστροφή μικροβίων και ιών που προσβάλλουν τον οργανισμό. Το σχήμα τους… … Dictionary of Greek
έξαλλος — η, ο (AM ἔξαλλος, ον) ο εντελώς διαφορετικός από ό,τι ήταν προηγουμένως νεοελλ. 1. ο αλλοιωμένος από ισχυρό συναίσθημα, έξω φρενών, σφοδρός («έξαλλος από χαρά, από θυμό») 2. (για συναισθήματα) ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτος («έξαλλη χαρά», «έξαλλο… … Dictionary of Greek
θυμικός — ή, ό (Α θυμικός, ή, όν) [θυμός] το ουδ. ως ουσ. το θυμικό(ν) το θυμοειδές*, κατά την πλατωνική φιλοσοφία νεοελλ. 1. (ψυχολ.) το σύνολο τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων τού ατόμου 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
θυμοκάτοχος — θυμοκάτοχος, ον (Α) πάπ. 1. αυτός που συγκρατεί τον θυμό·2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμοκάτοχον μαγικό ξόρκι για τη συγκράτηση τού θυμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + κάτ οχος (< κατ έχω)] … Dictionary of Greek
θυμοκατοχώ — θυμοκατοχῶ, έω (Α) [θυμοκάτοχος] θεραπεύω τον θυμό, συγκρατώ τον θυμό … Dictionary of Greek
θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… … Dictionary of Greek
καταθυμοβορώ — καταθυμοβορῶ, έω (Α) κατατρώω την καρδιά, προκαλώ πολύ μεγάλη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θυμο βορῶ «κατατρώγω την καρδιά» (< θυμο βόρος)] … Dictionary of Greek
πρίω — Α 1. κόβω με πριόνι, πριονίζω («κεραίαν μεγάλην δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν ἅπασαν», Θουκ.) 2. δαγκώνω («ὀδόντι πρῑε τὸ στόμα», Σοφ.) 3. κόβω συλλαβές 4. παθ. πρίομαι α) κόβω σε κομμάτια β) (ιδίως στη χειρουργική) τρυπώ με πριονοειδές τρυπάνι γ)… … Dictionary of Greek